επεμβαίνω

επεμβαίνω
(AM ἐπεμβαίνω) [εμβαίνω]
νεοελλ.
1. παρεμβαίνω μεταξύ άλλων συνήθως αντιμαχομένων («επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και το ζήτημα διευθετήθηκε»)
2. ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις («μην επεμβαίνεις όταν δεν σού πέφτει λόγος»)
μσν.
1. (για πόλεμο) επέρχομαι, ξεσπώ
2. παρουσιάζομαι
3. ασχολούμαι, καταπιάνομαι με κάτι
4. προτρέπω
αρχ.
1. στέκομαι κοντά σε κάποιον («οὐδοῡ ἐπεμβεβαώς», Ομ. Ιλ.)
2. ανεβαίνω (α. «πύργοις ἐπεμβάς», Αισχύλ.
β. «λύκους ἐπεμβεβῶτας ἑδραίαν ράχην», Ευρ.)
3. πατώ, μπαίνω κάπου
4. εισέρχομαι
5. μπαίνω σε πλοίο ως ναύτης («καὶ τοῑς ὕστερον ἐπεμβάσιν ἀντὶ τῶν ἀπολιπόντων», Δημοσθ.)
6. καταπατώ («ἐχθροῑσιν... ἐπεμβῆναι ποδί», Σοφ.)
7. κατακρίνω
8. επιτίθεμαι σε έναν τόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπεμβαίνω — step pres subj act 1st sg ἐπεμβαίνω step pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επεμβαίνω — επεμβαίνω, (επέμβηκα) βλ. πίν. 145 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επεμβαίνω — επενέβηκα, αμτβ. 1. μπαίνω στη μέση, παρεμβαίνω, μεσολαβώ. 2. ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις: Να μην επεμβαίνεις στα οικογενειακά του γείτονα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπεμβαίνετε — ἐπεμβαίνω step pres imperat act 2nd pl ἐπεμβαίνω step pres ind act 2nd pl ἐπεμβαίνω step imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμβαίνῃ — ἐπεμβαίνω step pres subj mp 2nd sg ἐπεμβαίνω step pres ind mp 2nd sg ἐπεμβαίνω step pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμβαινόντων — ἐπεμβαίνω step pres part act masc/neut gen pl ἐπεμβαίνω step pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμβαῖνον — ἐπεμβαίνω step pres part act masc voc sg ἐπεμβαίνω step pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμβαίνει — ἐπεμβαίνω step pres ind mp 2nd sg ἐπεμβαίνω step pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμβαίνομεν — ἐπεμβαίνω step pres ind act 1st pl ἐπεμβαίνω step imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμβαίνοντα — ἐπεμβαίνω step pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπεμβαίνω step pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”